- βελονάγρα
- ηχειρουργική λαβίδα με την οποία βγάζουν βελόνα που έχει μπει βαθιά στο σώμα.[ΕΤΥΜΟΛ. < βελόνη + -αγρα (πρβλ. ποδάγρα, χειράγρα κ.ά.)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
βελόνα — Μικρό νησί του νοτιοδυτικού Αιγαίου. Βρίσκεται ανάμεσα στη Λέρο και στην Κάλυμνο. * * * η (AM βελόνη) 1. λεπτό μετάλλινο όργανο ραφής με αιχμηρή άκρη και τρύπα στο πλατύτερο μέρος του για να περνάει η κλωστή 2. η λεπτή αιχμή οποιουδήποτε… … Dictionary of Greek